- πληροφορῆσαν
- πληροφορέωbring full measureaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληροφορώ — πληροφόρησα, πληροφορήθηκα, πληροφορημένος 1. δίνω πληροφορίες σε κάποιον, ειδοποιώ, ενημερώνω: Μας πληροφόρησαν πως έρχεται σήμερα στην πόλη μας ο υπουργός. 2. το μέσ., πληροφορούμαι παίρνω, δέχομαι ειδήσεις, πληροφορίες: Πληροφορηθήκαμε πως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)